Anonymous

μαλθακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαλθᾰκίζομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[επαναπαύομαι]], [[ενδίδω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μαλθᾰκίζομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[επαναπαύομαι]], [[ενδίδω]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μαλθᾰκίζομαι,<br />Pass. to be [[softened]], of persons, Aesch., Eur.:— to [[relax]], [[give]] in, Plat.
}}
}}