3,274,816
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, θηλ. και -ίη και σπαν. -ος, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επίμονος]], [[ακατάβλητος]], [[απτόητος]], [[συνήθως]] με παράλληλη [[σημασία]] του τρομερού και του ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ<br />σὺ μὲν πόνου οὔ 'ποτε λήγεις», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ<br />[[περί]] τι [[μένος]] [[οὐδέ]] τοι γυῑα κάμνεις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήρωες και ημιθέους) [[βίαιος]], [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>3.</b> (στους αττ. συγγραφείς) [[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>4.</b> (για άγρια θηρία) [[καταστρεπτικός]], [[βλαβερός]]<br /><b>5.</b> ([[κυρίως]] σε προσφωνήσεις) [[αξιοθρήνητος]], [[ελεεινός]] («σχετλία... τῶν πόνων» — αξιοθρήνητη για τις δυστυχίες σου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (στην Οδ. για πράγμ.) α) αυτός που ακολουθείται από όλεθρο («[[σχέτλιος]] [[ὕπνος]]» — ο ύπνος [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου ο [[Οδυσσέας]] εγκαταλείφθηκε από τους συντρόφους του, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) ([[κυρίως]] για πράξεις) [[άδικος]], [[ανόσιος]] («σχέτλια ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τὸ]] <i>σχέτλιον</i><br />αποτρόπαιη [[πράξη]]<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) [[τὰ]] <i>σχέτλια</i><br />άθλια, ελεεινά έργα ή [[πάθη]], αθλιότητες<br /><b>9.</b> (ως τριτοπρόσ.) «<i>σχέτλια</i> [[ἐστί]]<br />(με απαρμφ.) [[είναι]] ελεεινό, αξιοθρήνητο να...<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «σχέτλια [[πάσχω]]» — [[υφίσταμαι]] αξιοθρήνητες συμφορές (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχετλίως]] Α<br />με σχέτλιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί με [[ανομοίωση]] του δεύτερου δασέος συμφώνου από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>σχέ</i>-<i>θλ</i>-<i>ιος</i>, παράγωγο ενός [[επίσης]] αμάρτυρου επιθ. <i>σχε</i>-<i>θλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἥσυχος]]: <i>ἡσύχ</i>-<i>ιος</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχε</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. <i>εχω</i> (<b>πρβλ.</b> [[σχέση]], <i>σχέσθαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐσ</i>-<i>θλός</i>). Η αρχική σημ. [[επομένως]] του επιθ. [[είναι]] «αυτός που κρατάει [[γερά]], [[ισχυρογνώμων]], [[πείσμων]]», από όπου με κακή σημ. «αυτός που μπορεί να φτάσει ώς τα [[άκρα]], [[βίαιος]], [[καταστρεπτικός]] [[απάνθρωπος]]» και μεθομηρικά «[[αξιοθρήνητος]], [[ελεεινός]], [[άθλιος]]»]. | |mltxt=-ία, -ον, θηλ. και -ίη και σπαν. -ος, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επίμονος]], [[ακατάβλητος]], [[απτόητος]], [[συνήθως]] με παράλληλη [[σημασία]] του τρομερού και του ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ<br />σὺ μὲν πόνου οὔ 'ποτε λήγεις», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ<br />[[περί]] τι [[μένος]] [[οὐδέ]] τοι γυῑα κάμνεις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήρωες και ημιθέους) [[βίαιος]], [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>3.</b> (στους αττ. συγγραφείς) [[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>4.</b> (για άγρια θηρία) [[καταστρεπτικός]], [[βλαβερός]]<br /><b>5.</b> ([[κυρίως]] σε προσφωνήσεις) [[αξιοθρήνητος]], [[ελεεινός]] («σχετλία... τῶν πόνων» — αξιοθρήνητη για τις δυστυχίες σου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (στην Οδ. για πράγμ.) α) αυτός που ακολουθείται από όλεθρο («[[σχέτλιος]] [[ὕπνος]]» — ο ύπνος [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου ο [[Οδυσσέας]] εγκαταλείφθηκε από τους συντρόφους του, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) ([[κυρίως]] για πράξεις) [[άδικος]], [[ανόσιος]] («σχέτλια ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τὸ]] <i>σχέτλιον</i><br />αποτρόπαιη [[πράξη]]<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) [[τὰ]] <i>σχέτλια</i><br />άθλια, ελεεινά έργα ή [[πάθη]], αθλιότητες<br /><b>9.</b> (ως τριτοπρόσ.) «<i>σχέτλια</i> [[ἐστί]]<br />(με απαρμφ.) [[είναι]] ελεεινό, αξιοθρήνητο να...<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «σχέτλια [[πάσχω]]» — [[υφίσταμαι]] αξιοθρήνητες συμφορές (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχετλίως]] Α<br />με σχέτλιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί με [[ανομοίωση]] του δεύτερου δασέος συμφώνου από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>σχέ</i>-<i>θλ</i>-<i>ιος</i>, παράγωγο ενός [[επίσης]] αμάρτυρου επιθ. <i>σχε</i>-<i>θλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἥσυχος]]: <i>ἡσύχ</i>-<i>ιος</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχε</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. <i>εχω</i> (<b>πρβλ.</b> [[σχέση]], <i>σχέσθαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐσ</i>-<i>θλός</i>). Η αρχική σημ. [[επομένως]] του επιθ. [[είναι]] «αυτός που κρατάει [[γερά]], [[ισχυρογνώμων]], [[πείσμων]]», από όπου με κακή σημ. «αυτός που μπορεί να φτάσει ώς τα [[άκρα]], [[βίαιος]], [[καταστρεπτικός]] [[απάνθρωπος]]» και μεθομηρικά «[[αξιοθρήνητος]], [[ελεεινός]], [[άθλιος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχέτλιος:''' -α, (Ιων. -η), <i>-ον</i>, επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[σχεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ακατάβλητος]], [[αδάμαστος]], [[ανένδοτος]], [[άκαμπτος]], [[αλλά]], επίσης, ο [[άξιος]] συμπάθειας και οίκτου· <i>σχέτλιός ἐσσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[σκληρός]], [[ανελέητος]], [[άγριος]], [[απάνθρωπος]], [[κτηνώδης]], σε Όμηρ.· ομοίως στην Αττ., [[κακός]], [[μοχθηρός]], [[δόλιος]], σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άγρια θηρία, [[θηριώδης]], [[άγριος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[τλήμων]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[οικτρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[συχνά]] υποδηλώνοντας [[περιφρόνηση]], ὦ σχετλιώτατε [[ἀνδρῶν]], αθλιότατε άνθρωπε, σε Ηρόδ.· <i>ὦ σχέτλιε</i>, σε Σοφ.· με γεν., ὦ σχετλία [[τῶν]] πόνων, δυστυχισμένη εσύ για τις συμφορές [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[σχέτλιος]] [[ὕπνος]], [[αδυσώπητος]], [[ολέθριος]], [[σκληρός]] ύπνος, λέγεται για τον ύπνο του Οδυσσέα την ώρα που τον εγκατέλειπαν οι σύντροφοί του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σχέτλια ἔργα</i>, απάνθρωπες, σκληρές, ανελέητες πράξεις, στον ίδ.· σχέτλια [[παθεῖν]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>σχέτλια καὶ [[δεινά]]</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>σχέτλια</i> ([[ἐστί]]), με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |