Anonymous

σχέτλιος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχέτλιος:''' -α, (Ιων. -η), <i>-ον</i>, επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[σχεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ακατάβλητος]], [[αδάμαστος]], [[ανένδοτος]], [[άκαμπτος]], [[αλλά]], επίσης, ο [[άξιος]] συμπάθειας και οίκτου· <i>σχέτλιός ἐσσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[σκληρός]], [[ανελέητος]], [[άγριος]], [[απάνθρωπος]], [[κτηνώδης]], σε Όμηρ.· ομοίως στην Αττ., [[κακός]], [[μοχθηρός]], [[δόλιος]], σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άγρια θηρία, [[θηριώδης]], [[άγριος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[τλήμων]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[οικτρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[συχνά]] υποδηλώνοντας [[περιφρόνηση]], ὦ σχετλιώτατε [[ἀνδρῶν]], αθλιότατε άνθρωπε, σε Ηρόδ.· <i>ὦ σχέτλιε</i>, σε Σοφ.· με γεν., ὦ σχετλία [[τῶν]] πόνων, δυστυχισμένη εσύ για τις συμφορές [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[σχέτλιος]] [[ὕπνος]], [[αδυσώπητος]], [[ολέθριος]], [[σκληρός]] ύπνος, λέγεται για τον ύπνο του Οδυσσέα την ώρα που τον εγκατέλειπαν οι σύντροφοί του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σχέτλια ἔργα</i>, απάνθρωπες, σκληρές, ανελέητες πράξεις, στον ίδ.· σχέτλια [[παθεῖν]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>σχέτλια καὶ [[δεινά]]</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>σχέτλια</i> ([[ἐστί]]), με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σχέτλιος:''' -α, (Ιων. -η), <i>-ον</i>, επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[σχεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ακατάβλητος]], [[αδάμαστος]], [[ανένδοτος]], [[άκαμπτος]], [[αλλά]], επίσης, ο [[άξιος]] συμπάθειας και οίκτου· <i>σχέτλιός ἐσσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[σκληρός]], [[ανελέητος]], [[άγριος]], [[απάνθρωπος]], [[κτηνώδης]], σε Όμηρ.· ομοίως στην Αττ., [[κακός]], [[μοχθηρός]], [[δόλιος]], σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άγρια θηρία, [[θηριώδης]], [[άγριος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[τλήμων]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[οικτρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[συχνά]] υποδηλώνοντας [[περιφρόνηση]], ὦ σχετλιώτατε [[ἀνδρῶν]], αθλιότατε άνθρωπε, σε Ηρόδ.· <i>ὦ σχέτλιε</i>, σε Σοφ.· με γεν., ὦ σχετλία [[τῶν]] πόνων, δυστυχισμένη εσύ για τις συμφορές [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[σχέτλιος]] [[ὕπνος]], [[αδυσώπητος]], [[ολέθριος]], [[σκληρός]] ύπνος, λέγεται για τον ύπνο του Οδυσσέα την ώρα που τον εγκατέλειπαν οι σύντροφοί του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σχέτλια ἔργα</i>, απάνθρωπες, σκληρές, ανελέητες πράξεις, στον ίδ.· σχέτλια [[παθεῖν]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>σχέτλια καὶ [[δεινά]]</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>σχέτλια</i> ([[ἐστί]]), με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχέτλιος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> неутомимый, ретивый, рьяный ([[γεραιός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> непреклонный, неумолимый ([[Ἀχιλλεύς]], θεοί Hom.);<br /><b class="num">3)</b> хищный (sc. τὰ θηρία Her.);<br /><b class="num">4)</b> преступный, жестокий, ужасный ([[ἄνθρωπος]] Dem.; ἔργα Hom.);<br /><b class="num">5)</b> страшный, роковой ([[ὕπνος]] Hom.): σχέτλια [[πέπονθα]] πράγματα Arph. меня постигли страшные несчастья;<br /><b class="num">6)</b> несчастный, жалкий Soph.: σ. παθέων Eur. несчастный страдалец - см. тж. [[σχέτλιον]].
}}
}}