Anonymous

χρονικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χρονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική [[στιγμή]]» β. «[[χρονικό]] [[διάστημα]]» γ. «χρονική [[υστέρηση]]» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[δηλωτικός]] χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί» <br />δ) «χρονικὴν αὔξησιν», <b>Ευστ.</b><br />ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χρονικό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ χρονικά</i> και <i>αἱ χρονικαί</i><br />(ενν. <i>γραφαί</i>) τα ιστορικά βιβλία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρονικώς]] / <i>χρονικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρονικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με τον χρόνο, από χρονική [[άποψη]].
|mltxt=-ή, -ό / [[χρονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική [[στιγμή]]» β. «[[χρονικό]] [[διάστημα]]» γ. «χρονική [[υστέρηση]]» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[δηλωτικός]] χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί» <br />δ) «χρονικὴν αὔξησιν», <b>Ευστ.</b><br />ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χρονικό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ χρονικά</i> και <i>αἱ χρονικαί</i><br />(ενν. <i>γραφαί</i>) τα ιστορικά βιβλία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρονικώς]] / <i>χρονικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρονικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με τον χρόνο, από χρονική [[άποψη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρονικός:''' -ή, -όν ([[χρόνος]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο, <i>κανόνες</i>, σε Πλούτ.· <i>τὰ χρονικά</i> (ενν. <i>βιβλία</i>), [[χρονολογία]], στον ίδ.
}}
}}