Anonymous

χρονικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρονικός:''' -ή, -όν ([[χρόνος]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο, <i>κανόνες</i>, σε Πλούτ.· <i>τὰ χρονικά</i> (ενν. <i>βιβλία</i>), [[χρονολογία]], στον ίδ.
|lsmtext='''χρονικός:''' -ή, -όν ([[χρόνος]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο, <i>κανόνες</i>, σε Πλούτ.· <i>τὰ χρονικά</i> (ενν. <i>βιβλία</i>), [[χρονολογία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρονικός:''' <b class="num">1)</b> касающийся летосчисления, хронологический (κανόνες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> грам. временной.
}}
}}