Anonymous

ὀρεχθέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[doubtful]] [[word]], [[bellow]] in [[last]] agonies, [[rattle]] in the [[throat]], Il. 23.30†.
|auten=[[doubtful]] [[word]], [[bellow]] in [[last]] agonies, [[rattle]] in the [[throat]], Il. 23.30†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>).
}}
}}