3,270,341
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>). | |lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεχθέω:''' <b class="num">1)</b> реветь ([[βόες]] ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Hom.): θάλασσαν ἔα [[ποτὶ]] χέρσον ὀρεχθεῖν Theocr. пусть ревет море, (разбиваясь) о берег;<br /><b class="num">2)</b> трепетать, дрожать: [[πῶς]] οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Arph. можете себе представить, как затрепетало (от негодования) мое сердце? | |||
}} | }} |