Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔσκιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὔσκιος]], -ον)<br />αυτός που σκιάζεται καλά (α. «[[εύσκιος]] [[πλατεία]]» β. «[[εὔσκιος]] Ἀχέροντος ἀκτά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη [[σκιά]] («[[εύσκιος]] [[πλάτανος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]], κεκαλυμμένος, [[δυσδιάκριτος]] («[[εὔσκιος]] ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς [[κάτω]] ζωῆς καταβαίνει, τῆ ὑλικῇ τοῡ ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος» — κατεβαίνει ο Ιησούς στην [[κλίνη]] του [[κάτω]] κόσμου, [[δυσδιάκριτος]] ως [[προς]] τη θεϊκή του [[υπόσταση]], [[επειδή]] έριχνε [[επάνω]] του τη [[σκιά]] της η υλική [[φύση]] του ανθρώπινου σώματος, Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>σκιος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>σκιος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὔσκιος]], -ον)<br />αυτός που σκιάζεται καλά (α. «[[εύσκιος]] [[πλατεία]]» β. «[[εὔσκιος]] Ἀχέροντος ἀκτά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη [[σκιά]] («[[εύσκιος]] [[πλάτανος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]], κεκαλυμμένος, [[δυσδιάκριτος]] («[[εὔσκιος]] ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς [[κάτω]] ζωῆς καταβαίνει, τῆ ὑλικῇ τοῡ ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος» — κατεβαίνει ο Ιησούς στην [[κλίνη]] του [[κάτω]] κόσμου, [[δυσδιάκριτος]] ως [[προς]] τη θεϊκή του [[υπόσταση]], [[επειδή]] έριχνε [[επάνω]] του τη [[σκιά]] της η υλική [[φύση]] του ανθρώπινου σώματος, Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>σκιος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>σκιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), = το προηγ., σε Πίνδ., Ξεν.
}}
}}