εὔσκιος

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσκιος Medium diacritics: εὔσκιος Low diacritics: εύσκιος Capitals: ΕΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: eúskios Transliteration B: euskios Transliteration C: eyskios Beta Code: eu)/skios

English (LSJ)

εὔσκιον, (> σκιά) = εὐσκίαστος (well-shaded, shadowy), Ἀχέροντος ἀκτά Pi. P. 11.21 ; ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Eup. 32 ; οἰκία X. Oec. 9.4 ; ἄλσος Theoc. 7.8.

German (Pape)

[Seite 1098] mit gutem Schatten, schattenreich; Ἀχέροντος ἀκτή Pind. P. 11, 21; οἰκία Xen. Oec. 9, 4; ἄλσος Theocr. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ombragé.
Étymologie: εὖ, σκιά.

Russian (Dvoretsky)

εὔσκιος: эп. ἐΰσκιος 2
1 покрытый густой тенью, тенистый (ἄλσος Theocr.);
2 находящийся в тени (οἰκία Xen.);
3 погруженный в мрак (Ἀχέροντος ἀκτά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσκιος: -ον, (σκιὰ) = τῷ προηγ., Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ’ εὔσκιον Πινδ. Π. 11. 33∙ ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 3∙ οἰκία Ξεν. Οἰκ. 9. 4∙ ἐΰσκιον ἄλσος Θεόκρ. 7. 8.

English (Slater)

εὔσκιος, -ον shadowy Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον (P. 11.21)

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ εὔσκιος, -ον)
αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.)
νεοελλ.
(για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιάεύσκιος πλάτανος»)
αρχ.
σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτοςεὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς κάτω ζωῆς καταβαίνει, τῆ ὑλικῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος» — κατεβαίνει ο Ιησούς στην κλίνη του κάτω κόσμου, δυσδιάκριτος ως προς τη θεϊκή του υπόσταση, επειδή έριχνε επάνω του τη σκιά της η υλική φύση του ανθρώπινου σώματος, Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκιος (< σκιά), πρβλ. άσκιος, βαθύσκιος].

Greek Monotonic

εὔσκιος: -ον (σκιά), = το προηγ., σε Πίνδ., Ξεν.

Middle Liddell

εὔ-σκιος, ον σκιά = εὐσκίαστος, Pind., Xen.]