Anonymous

φύω: Difference between revisions

From LSJ
5,880 bytes added ,  30 December 2018
6
(45)
(6)
Line 35: Line 35:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[φυίω]] Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στο να φυτρώσει [[κάτι]], [[εκφύω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[φύομαι]]<br />([[κυρίως]] για φυτά και δέντρα) [[φυτρώνω]], εκφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> α) (για φυτά και δέντρα) [[εκφύω]] βλαστούς, [[βλαστάνω]] («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br />β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη γη) [[αναδίδω]], [[παράγω]]<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και σχετικά με την [[ανάπτυξη]] διαφόρων [[μερών]] του σώματος) [[εμφανίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[βγάζω]] («φύει πώγωνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρα) [[γεννώ]] («Διὸς... τοῡ με φύσαντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> (για τον Θεό) [[δημιουργώ]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] ή [[επιφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῑς, [[ὅταν]] κακῶσαι [[δῶμα]]... θέλῃ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) α) [[αναφύομαι]] («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) γεννώμαι<br />γ) έχω από τη [[φύση]] μια [[ιδιότητα]] («κακὸς πέφυκα», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (με απρμφ.) έχω από τη [[φύση]] την [[κλίση]] και, [[κυρίως]], την [[ικανότητα]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] γεννημένος για [[κάτι]] («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῡτα φωνεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[είμαι]] [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) [[γίνομαι]] («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />ζ) [[είμαι]] από τη [[φύση]] προορισμένος να [[τύχω]] σε κάποιον, [[είμαι]] η [[μοίρα]] κάποιου<br />η) <b>μτφ.</b> [[προκόβω]] («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πέφυκεν</i> ή <i>ὡς πέφυκε</i><br />[[είναι]] [[φυσικό]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ [[φύσας]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>10.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ φύσαντες</i><br />οι γονείς<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «φρένας φύω» — [[βάζω]] [[μυαλό]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «δόξαν φύω» — [[αποκτώ]] [[δόξα]] ή έχω [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»<br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε [[δυνατά]] το [[χέρι]] του (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>bheu</i>- [[αλλά]] και με δισύλλαβη [[μορφή]] <i>bhew</i>-<i>ә</i> / <i>bhw</i>-<i>e</i><i>ә</i>- / <i>bhu</i>-<i>ә</i>- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη [[συλλαβή]], ο [[οποίος]], όμως, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]]. Ο ενεστ. <i>φῠω</i> / <i>φῠομαι</i>, με βραχύ -<i>ῠ</i> μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την [[αναγωγή]] του στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhῠ</i>- της μονοσύλλαβης ρίζας <i>bheu</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhavati</i> «αυτός [[είναι]]» από την απαθή [[βαθμίδα]]), ενώ και ο αιολ. τ. [[φυίω]] έχει σχηματιστεί από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με ρηματ. κατάλ. -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>fio</i> «[[γίνομαι]]», αρχ. αγγλ. <i>beo</i> «[[είμαι]]»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. του αορ. <i>ἔφυν</i>, με μακρό -<i>ῡ</i>-, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από [[μορφή]] ρίζας <i>bh</i><i>ū</i>- / <i>bhu</i><i>ә</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abhũt</i>, λατ. <i>fuit</i>), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. <i>πέφῡκα</i> (ο [[οποίος]], όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του <i>ἔφῡν</i>), [[καθώς]] και οι τ. <i>φῡμα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuman</i>- «γη»), <i>φῡλή</i> / <i>φῡλον</i>, <i>φῡσί</i>-<i>ζοος</i>. Το μεγάλο, όμως, [[μέρος]] τους τα παρ. του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εμφανίζουν θ. <i>φῠ</i>-, με βραχύ -<i>ῠ</i>-, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με [[βράχυνση]] του -<i>ῦ</i>- προ άλλου φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> <i>ἰχθῡς</i>: <i>ἰχθῠος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φῠή</i>, τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> και -[[φυάς]]), στη [[συνέχεια]], όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' [[αναλογία]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῡ</i>-, και σε τ. όπου ακολουθεί [[σύμφωνο]]: <i>φῠτός</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), [[φύσις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuti</i>- «[[ευημερία]], λιθουαν. <i>b</i><i>ū</i><i>tis</i> «ύπαρξη»), <i>φῠταλιά</i>, [[φύτλη]], <i>φύτρον</i>. Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εντάσσεται σε μια σημαντική [[οικογένεια]] της ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες [[είτε]] με την αρχική σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhum</i><i>ī</i>- «γη, [[έδαφος]]», αρχ. σλαβ. <i>bylĭje</i> «φυτά», αλβαν. <i>bime</i> «[[φυτό]]», αρμεν. <i>busanim</i> «[[παράγω]], [[αναπτύσσω]]») [[είτε]], κατ' [[επέκταση]], με τη σημ. «[[γίνομαι]], [[υπάρχω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abh</i><i>ū</i><i>t</i> «υπήρξε», λατ. <i>fui</i>, παρακμ. του ρ. <i>sum</i> «[[είμαι]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>φυή</i>, [[φύμα]], [[φύση]], [[φύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φύος]], [[φυταλιά]], [[φυτάλιος]], [[φυτήρ]], [[φύτλη]], [[φύτλον]], [[φυτός]], [[φύτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φύτρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναφύω]], [[εκφύω]], <i>επιφύω</i>(-<i>ομαι</i>), [[προσφύω]](-<i>ομαί</i>), [[συμφύω]], [[υποφύω]](-<i>ομαι</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεκφύομαι</i>, <i>αντεμφύομαι</i>, <i>αντιφύω</i>, [[αποφύω]], [[διαφύομαι]], [[διεκφύω]], [[διεμφύομαι]], <i>εγκαταφύω</i>, [[εμφύω]], [[εξαναφύομαι]], [[επαναφύω]], [[καταφύω]], [[κατεπιφύω]], [[μεταφύομαι]], [[παραναφύω]], [[παραφύω]], [[παρεμφύομαι]], [[περιφύω]], [[προσεμφύω]], [[προσπαραφύομαι]], [[προφύομαι]], [[συμπαραφύομαι]], [[συναποφύω]], [[συνεκφύομαι]], [[συνεμφύω]], [[συνεπιφύομαι]], [[συνυποφύομαι]], <i>υπαναφύομαι</i>, <i>υπεκφύομαι</i>, [[υπερφύομαι]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[φυίω]] Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στο να φυτρώσει [[κάτι]], [[εκφύω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[φύομαι]]<br />([[κυρίως]] για φυτά και δέντρα) [[φυτρώνω]], εκφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> α) (για φυτά και δέντρα) [[εκφύω]] βλαστούς, [[βλαστάνω]] («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br />β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη γη) [[αναδίδω]], [[παράγω]]<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και σχετικά με την [[ανάπτυξη]] διαφόρων [[μερών]] του σώματος) [[εμφανίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[βγάζω]] («φύει πώγωνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρα) [[γεννώ]] («Διὸς... τοῡ με φύσαντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> (για τον Θεό) [[δημιουργώ]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] ή [[επιφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῑς, [[ὅταν]] κακῶσαι [[δῶμα]]... θέλῃ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) α) [[αναφύομαι]] («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) γεννώμαι<br />γ) έχω από τη [[φύση]] μια [[ιδιότητα]] («κακὸς πέφυκα», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (με απρμφ.) έχω από τη [[φύση]] την [[κλίση]] και, [[κυρίως]], την [[ικανότητα]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] γεννημένος για [[κάτι]] («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῡτα φωνεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[είμαι]] [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) [[γίνομαι]] («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />ζ) [[είμαι]] από τη [[φύση]] προορισμένος να [[τύχω]] σε κάποιον, [[είμαι]] η [[μοίρα]] κάποιου<br />η) <b>μτφ.</b> [[προκόβω]] («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πέφυκεν</i> ή <i>ὡς πέφυκε</i><br />[[είναι]] [[φυσικό]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ [[φύσας]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>10.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ φύσαντες</i><br />οι γονείς<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «φρένας φύω» — [[βάζω]] [[μυαλό]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «δόξαν φύω» — [[αποκτώ]] [[δόξα]] ή έχω [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»<br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε [[δυνατά]] το [[χέρι]] του (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>bheu</i>- [[αλλά]] και με δισύλλαβη [[μορφή]] <i>bhew</i>-<i>ә</i> / <i>bhw</i>-<i>e</i><i>ә</i>- / <i>bhu</i>-<i>ә</i>- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη [[συλλαβή]], ο [[οποίος]], όμως, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]]. Ο ενεστ. <i>φῠω</i> / <i>φῠομαι</i>, με βραχύ -<i>ῠ</i> μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την [[αναγωγή]] του στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhῠ</i>- της μονοσύλλαβης ρίζας <i>bheu</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhavati</i> «αυτός [[είναι]]» από την απαθή [[βαθμίδα]]), ενώ και ο αιολ. τ. [[φυίω]] έχει σχηματιστεί από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με ρηματ. κατάλ. -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>fio</i> «[[γίνομαι]]», αρχ. αγγλ. <i>beo</i> «[[είμαι]]»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. του αορ. <i>ἔφυν</i>, με μακρό -<i>ῡ</i>-, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από [[μορφή]] ρίζας <i>bh</i><i>ū</i>- / <i>bhu</i><i>ә</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abhũt</i>, λατ. <i>fuit</i>), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. <i>πέφῡκα</i> (ο [[οποίος]], όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του <i>ἔφῡν</i>), [[καθώς]] και οι τ. <i>φῡμα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuman</i>- «γη»), <i>φῡλή</i> / <i>φῡλον</i>, <i>φῡσί</i>-<i>ζοος</i>. Το μεγάλο, όμως, [[μέρος]] τους τα παρ. του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εμφανίζουν θ. <i>φῠ</i>-, με βραχύ -<i>ῠ</i>-, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με [[βράχυνση]] του -<i>ῦ</i>- προ άλλου φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> <i>ἰχθῡς</i>: <i>ἰχθῠος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φῠή</i>, τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> και -[[φυάς]]), στη [[συνέχεια]], όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' [[αναλογία]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῡ</i>-, και σε τ. όπου ακολουθεί [[σύμφωνο]]: <i>φῠτός</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), [[φύσις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuti</i>- «[[ευημερία]], λιθουαν. <i>b</i><i>ū</i><i>tis</i> «ύπαρξη»), <i>φῠταλιά</i>, [[φύτλη]], <i>φύτρον</i>. Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εντάσσεται σε μια σημαντική [[οικογένεια]] της ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες [[είτε]] με την αρχική σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhum</i><i>ī</i>- «γη, [[έδαφος]]», αρχ. σλαβ. <i>bylĭje</i> «φυτά», αλβαν. <i>bime</i> «[[φυτό]]», αρμεν. <i>busanim</i> «[[παράγω]], [[αναπτύσσω]]») [[είτε]], κατ' [[επέκταση]], με τη σημ. «[[γίνομαι]], [[υπάρχω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abh</i><i>ū</i><i>t</i> «υπήρξε», λατ. <i>fui</i>, παρακμ. του ρ. <i>sum</i> «[[είμαι]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>φυή</i>, [[φύμα]], [[φύση]], [[φύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φύος]], [[φυταλιά]], [[φυτάλιος]], [[φυτήρ]], [[φύτλη]], [[φύτλον]], [[φυτός]], [[φύτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φύτρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναφύω]], [[εκφύω]], <i>επιφύω</i>(-<i>ομαι</i>), [[προσφύω]](-<i>ομαί</i>), [[συμφύω]], [[υποφύω]](-<i>ομαι</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεκφύομαι</i>, <i>αντεμφύομαι</i>, <i>αντιφύω</i>, [[αποφύω]], [[διαφύομαι]], [[διεκφύω]], [[διεμφύομαι]], <i>εγκαταφύω</i>, [[εμφύω]], [[εξαναφύομαι]], [[επαναφύω]], [[καταφύω]], [[κατεπιφύω]], [[μεταφύομαι]], [[παραναφύω]], [[παραφύω]], [[παρεμφύομαι]], [[περιφύω]], [[προσεμφύω]], [[προσπαραφύομαι]], [[προφύομαι]], [[συμπαραφύομαι]], [[συναποφύω]], [[συνεκφύομαι]], [[συνεμφύω]], [[συνεπιφύομαι]], [[συνυποφύομαι]], <i>υπαναφύομαι</i>, <i>υπεκφύομαι</i>, [[υπερφύομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύω:''' παρατ. <i>ἔφυον</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>φύεν</i>, μέλ. φύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔφῡσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>φύσομαι</i>, αμτβ. Ενεργ. χρόνοι, παρακ. <i>πέφῡκα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεφύᾱσι</i>, Επικ. μτχ. θηλ. [[πεφυυῖα]], αιτ. πληθ. [[πεφυῶτας]], υπερσ. <i>ἐπεφύκειν</i>, Επικ. <i>πεφύκειν</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἐπέφῡκον</i>, αόρ. βʹ [[ἔφυν]] (όπως από <i>φῡμι</i>), Επικ. γʹ ενικ. <i>φῦ</i>, γʹ πληθ. [[ἔφυν]] (αντί <i>ἔφῡσαν</i>, που είναι επίσης γʹ πληθ. του αορ. αʹ), γʹ ενικ. ευκτ. [[φύη]] ή <i>φυίη</i>, απαρ. [[φῦναι]], Επικ. [[φύμεναι]], μτχ. [[φύς]]. Έπειτα έχουμε Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐφύην</i>, υποτ. <i>φυῶ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῶσι</i>.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> Μτβ., σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ, [[βγάζω]], [[παράγω]], κάνω να φυτρώσει, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>[[τρίχας]] ἔφυσεν</i>, έκανε τα μαλλιά να μεγαλώσουν, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[χώρα]], <i>φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[γεννώ]], [[παράγω]], [[δημιουργώ]], Λατ. procreare, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ [[φύσας]], ο [[δημιουργός]], [[πατέρας]] (αντίθ. προς ὁ [[φύς]], ο [[γιος]], βλ. κατωτ. Β. I. 2), σε Σοφ.· λέγεται και για τους [[δύο]] γονείς, <i>οἱ φύσαντες</i>, σε Ευρ.· μεταφ., ἥδ' [[ἡμέρα]] φύσει σε, θα έρθεις στο φως με τη [[γέννηση]], σε Σοφ.· [[χρόνος]] φύειἄδηλα, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους σε [[σχέση]] με την [[ανάπτυξη]] του σώματός τους, [[φύω]] πώγωνα, [[μεγαλώνω]] ή [[βγάζω]] γένια, σε Ηρόδ.· [[φύω]] πτερά, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το αστείο <i>φύειν φράτερας</i>, βλ. [[φράτηρ]].<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>φρένας φύειν</i>, [[αποκτώ]] [[μυαλό]], σε Σοφ.· [[δόξαν]] φύειν, [[αποκτώ]] [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[βγάζω]] βλαστάρια, [[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει, μια [[γενιά]] παράγει βλαστούς, η [[άλλη]] παύει να το κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δρύες φύοντι</i>, σε Θεόκρ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ. με αμτβ. Ενεργ. χρόνους, βλ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ., αναπτύσσομαι, [[φύω]], [[φυτρώνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>φύεται αὐτόματα ῥόδα</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῦ [[κέρα]] ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, από το [[κεφάλι]] του είχαν φυτρώσει κέρατα μήκους [[δεκαέξι]] παλαμῶν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[τῶν]] φύντων [[αἴτιος]], ο [[αίτιος]], ο [[δημιουργός]] των πραγμάτων που φύτρωσαν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[γίνομαι]] ή γεννιέμαι, [[κυρίως]] συχνό σε αόρ. βʹ και παρακ. <i>ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω</i>, θα καταργήσει αυτό που δεν γεννήθηκε [[ακόμα]], σε Αισχύλ.· μὴ [[φῦναι]] νικᾷ, φαίνεται καλύτερο να μην έχει γεννηθεί [[κανείς]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο παρακ. και μερικές φορές ο αόρ. βʹ έχουν [[σημασία]] ενεστ., είμαι από τη [[φύση]] μου [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], πέφυκε [[κακός]], [[σοφός]], σε Τραγ. κ.λπ.· ομοίως, οἱ [[καλῶς]] πεφυκότες, σε Σοφ.· [[έπειτα]], απλά είμαι [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], ἔφυς [[μήτηρ]] θεοῦ, σε Αισχύλ.· [[ἁπλοῦς]] ὁ [[μῦθος]] τῆς ἀληθείας ἔφυ, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., είμαι από τη [[φύση]] [[κατάλληλος]], [[ικανός]] να πράξω έτσι και έτσι, <i>ἔφυνπράσσειν</i>, σε Σοφ.· <i>φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν</i>, δεν είναι προικισμένα από τη [[φύση]] ώστε να μιλούν, στον ίδ.· <i>πεφύκασι ἁμαρτάνειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με πρόθ., [[φῦναι]] ἐπὶ δακρύοις, είμαι από τη [[φύση]] μου [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, σε Ευρ.· <i>πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ., [[τυχαίνω]] σε κάποιον από τη [[φύση]], είμαι ο [[φυσικός]] [[κλήρος]] κάποιου, με απαρ., είναι [[φυσικό]] να κάνω, σε Αριστ.· απόλ., <i>ὡς πέφυκε</i>, όπως είναι [[φυσικό]], σε Ξεν.
}}
}}