3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 38: | Line 38: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φύω:''' παρατ. <i>ἔφυον</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>φύεν</i>, μέλ. φύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔφῡσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>φύσομαι</i>, αμτβ. Ενεργ. χρόνοι, παρακ. <i>πέφῡκα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεφύᾱσι</i>, Επικ. μτχ. θηλ. [[πεφυυῖα]], αιτ. πληθ. [[πεφυῶτας]], υπερσ. <i>ἐπεφύκειν</i>, Επικ. <i>πεφύκειν</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἐπέφῡκον</i>, αόρ. βʹ [[ἔφυν]] (όπως από <i>φῡμι</i>), Επικ. γʹ ενικ. <i>φῦ</i>, γʹ πληθ. [[ἔφυν]] (αντί <i>ἔφῡσαν</i>, που είναι επίσης γʹ πληθ. του αορ. αʹ), γʹ ενικ. ευκτ. [[φύη]] ή <i>φυίη</i>, απαρ. [[φῦναι]], Επικ. [[φύμεναι]], μτχ. [[φύς]]. Έπειτα έχουμε Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐφύην</i>, υποτ. <i>φυῶ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῶσι</i>.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> Μτβ., σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ, [[βγάζω]], [[παράγω]], κάνω να φυτρώσει, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>[[τρίχας]] ἔφυσεν</i>, έκανε τα μαλλιά να μεγαλώσουν, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[χώρα]], <i>φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[γεννώ]], [[παράγω]], [[δημιουργώ]], Λατ. procreare, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ [[φύσας]], ο [[δημιουργός]], [[πατέρας]] (αντίθ. προς ὁ [[φύς]], ο [[γιος]], βλ. κατωτ. Β. I. 2), σε Σοφ.· λέγεται και για τους [[δύο]] γονείς, <i>οἱ φύσαντες</i>, σε Ευρ.· μεταφ., ἥδ' [[ἡμέρα]] φύσει σε, θα έρθεις στο φως με τη [[γέννηση]], σε Σοφ.· [[χρόνος]] φύειἄδηλα, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους σε [[σχέση]] με την [[ανάπτυξη]] του σώματός τους, [[φύω]] πώγωνα, [[μεγαλώνω]] ή [[βγάζω]] γένια, σε Ηρόδ.· [[φύω]] πτερά, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το αστείο <i>φύειν φράτερας</i>, βλ. [[φράτηρ]].<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>φρένας φύειν</i>, [[αποκτώ]] [[μυαλό]], σε Σοφ.· [[δόξαν]] φύειν, [[αποκτώ]] [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[βγάζω]] βλαστάρια, [[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει, μια [[γενιά]] παράγει βλαστούς, η [[άλλη]] παύει να το κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δρύες φύοντι</i>, σε Θεόκρ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ. με αμτβ. Ενεργ. χρόνους, βλ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ., αναπτύσσομαι, [[φύω]], [[φυτρώνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>φύεται αὐτόματα ῥόδα</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῦ [[κέρα]] ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, από το [[κεφάλι]] του είχαν φυτρώσει κέρατα μήκους [[δεκαέξι]] παλαμῶν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[τῶν]] φύντων [[αἴτιος]], ο [[αίτιος]], ο [[δημιουργός]] των πραγμάτων που φύτρωσαν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[γίνομαι]] ή γεννιέμαι, [[κυρίως]] συχνό σε αόρ. βʹ και παρακ. <i>ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω</i>, θα καταργήσει αυτό που δεν γεννήθηκε [[ακόμα]], σε Αισχύλ.· μὴ [[φῦναι]] νικᾷ, φαίνεται καλύτερο να μην έχει γεννηθεί [[κανείς]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο παρακ. και μερικές φορές ο αόρ. βʹ έχουν [[σημασία]] ενεστ., είμαι από τη [[φύση]] μου [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], πέφυκε [[κακός]], [[σοφός]], σε Τραγ. κ.λπ.· ομοίως, οἱ [[καλῶς]] πεφυκότες, σε Σοφ.· [[έπειτα]], απλά είμαι [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], ἔφυς [[μήτηρ]] θεοῦ, σε Αισχύλ.· [[ἁπλοῦς]] ὁ [[μῦθος]] τῆς ἀληθείας ἔφυ, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., είμαι από τη [[φύση]] [[κατάλληλος]], [[ικανός]] να πράξω έτσι και έτσι, <i>ἔφυνπράσσειν</i>, σε Σοφ.· <i>φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν</i>, δεν είναι προικισμένα από τη [[φύση]] ώστε να μιλούν, στον ίδ.· <i>πεφύκασι ἁμαρτάνειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με πρόθ., [[φῦναι]] ἐπὶ δακρύοις, είμαι από τη [[φύση]] μου [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, σε Ευρ.· <i>πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ., [[τυχαίνω]] σε κάποιον από τη [[φύση]], είμαι ο [[φυσικός]] [[κλήρος]] κάποιου, με απαρ., είναι [[φυσικό]] να κάνω, σε Αριστ.· απόλ., <i>ὡς πέφυκε</i>, όπως είναι [[φυσικό]], σε Ξεν. | |lsmtext='''φύω:''' παρατ. <i>ἔφυον</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>φύεν</i>, μέλ. φύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔφῡσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>φύσομαι</i>, αμτβ. Ενεργ. χρόνοι, παρακ. <i>πέφῡκα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεφύᾱσι</i>, Επικ. μτχ. θηλ. [[πεφυυῖα]], αιτ. πληθ. [[πεφυῶτας]], υπερσ. <i>ἐπεφύκειν</i>, Επικ. <i>πεφύκειν</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἐπέφῡκον</i>, αόρ. βʹ [[ἔφυν]] (όπως από <i>φῡμι</i>), Επικ. γʹ ενικ. <i>φῦ</i>, γʹ πληθ. [[ἔφυν]] (αντί <i>ἔφῡσαν</i>, που είναι επίσης γʹ πληθ. του αορ. αʹ), γʹ ενικ. ευκτ. [[φύη]] ή <i>φυίη</i>, απαρ. [[φῦναι]], Επικ. [[φύμεναι]], μτχ. [[φύς]]. Έπειτα έχουμε Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐφύην</i>, υποτ. <i>φυῶ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῶσι</i>.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> Μτβ., σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ, [[βγάζω]], [[παράγω]], κάνω να φυτρώσει, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>[[τρίχας]] ἔφυσεν</i>, έκανε τα μαλλιά να μεγαλώσουν, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[χώρα]], <i>φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[γεννώ]], [[παράγω]], [[δημιουργώ]], Λατ. procreare, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ [[φύσας]], ο [[δημιουργός]], [[πατέρας]] (αντίθ. προς ὁ [[φύς]], ο [[γιος]], βλ. κατωτ. Β. I. 2), σε Σοφ.· λέγεται και για τους [[δύο]] γονείς, <i>οἱ φύσαντες</i>, σε Ευρ.· μεταφ., ἥδ' [[ἡμέρα]] φύσει σε, θα έρθεις στο φως με τη [[γέννηση]], σε Σοφ.· [[χρόνος]] φύειἄδηλα, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους σε [[σχέση]] με την [[ανάπτυξη]] του σώματός τους, [[φύω]] πώγωνα, [[μεγαλώνω]] ή [[βγάζω]] γένια, σε Ηρόδ.· [[φύω]] πτερά, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το αστείο <i>φύειν φράτερας</i>, βλ. [[φράτηρ]].<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>φρένας φύειν</i>, [[αποκτώ]] [[μυαλό]], σε Σοφ.· [[δόξαν]] φύειν, [[αποκτώ]] [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[βγάζω]] βλαστάρια, [[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει, μια [[γενιά]] παράγει βλαστούς, η [[άλλη]] παύει να το κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δρύες φύοντι</i>, σε Θεόκρ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ. με αμτβ. Ενεργ. χρόνους, βλ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ., αναπτύσσομαι, [[φύω]], [[φυτρώνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>φύεται αὐτόματα ῥόδα</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῦ [[κέρα]] ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, από το [[κεφάλι]] του είχαν φυτρώσει κέρατα μήκους [[δεκαέξι]] παλαμῶν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[τῶν]] φύντων [[αἴτιος]], ο [[αίτιος]], ο [[δημιουργός]] των πραγμάτων που φύτρωσαν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[γίνομαι]] ή γεννιέμαι, [[κυρίως]] συχνό σε αόρ. βʹ και παρακ. <i>ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω</i>, θα καταργήσει αυτό που δεν γεννήθηκε [[ακόμα]], σε Αισχύλ.· μὴ [[φῦναι]] νικᾷ, φαίνεται καλύτερο να μην έχει γεννηθεί [[κανείς]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο παρακ. και μερικές φορές ο αόρ. βʹ έχουν [[σημασία]] ενεστ., είμαι από τη [[φύση]] μου [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], πέφυκε [[κακός]], [[σοφός]], σε Τραγ. κ.λπ.· ομοίως, οἱ [[καλῶς]] πεφυκότες, σε Σοφ.· [[έπειτα]], απλά είμαι [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], ἔφυς [[μήτηρ]] θεοῦ, σε Αισχύλ.· [[ἁπλοῦς]] ὁ [[μῦθος]] τῆς ἀληθείας ἔφυ, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., είμαι από τη [[φύση]] [[κατάλληλος]], [[ικανός]] να πράξω έτσι και έτσι, <i>ἔφυνπράσσειν</i>, σε Σοφ.· <i>φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν</i>, δεν είναι προικισμένα από τη [[φύση]] ώστε να μιλούν, στον ίδ.· <i>πεφύκασι ἁμαρτάνειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με πρόθ., [[φῦναι]] ἐπὶ δακρύοις, είμαι από τη [[φύση]] μου [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, σε Ευρ.· <i>πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ., [[τυχαίνω]] σε κάποιον από τη [[φύση]], είμαι ο [[φυσικός]] [[κλήρος]] κάποιου, με απαρ., είναι [[φυσικό]] να κάνω, σε Αριστ.· απόλ., <i>ὡς πέφυκε</i>, όπως είναι [[φυσικό]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύω:''' (impf. ἔφυου, fut. φύσω с ῠ, aor. 1 ἔφῡσα, aor. 2 [[ἔφυν|ἔφῡν]], pf. [[πέφυκα|πέφῡκα]], ppf. ἐπεφύκειν с ῠ; med. - с aor. 2 и pf. act., part. [[φύς]], inf. [[φῦναι]]; pass.: fut. φυήσομαι, aor. 2 ἐφύην) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> производить на свет, взращивать, (по)рождать, создавать (τί τινι Xen.; σοφοὺς υἱεῖς Plat.): καρπὸν φ. Her. приносить плод(ы); ὁ [[φύσας]] ([[πατήρ]]) Eur. родитель, отец; οἱ φύσαντες Eur., Arph. родители; φ. ποίην Hom. покрываться травой; φ. φύλλα καὶ ὄζους Hom. пускать листья и ветви; φ. πώγωνα Her. обрастать бородой; γλῶσσαν μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε Her. это - единственное животное, не имеющее языка; τοὺς ὀδόντας φύει Plat. у него прорезываются зубы; φ. τὰ πτερά Arph. оперяться, Plat. окрыляться; φ. σάρκα и σάρκας Plat. обрастать плотью: φ. φρένας Soph. становиться разумным, но тж. становиться надменным и одарять разумом (φ. ἀνθρώποις Soph.); φύσει πεφυκώς Plat. врожденный; ἀνθρώπῳ πεφυκότι εἴη [[ῥᾷον]] … Xen. природа человека такова, что ему легче …; τὰ φύσει πεφυκότα Lys. то, что создано природой, естественный порядок вещей; πιστὸν νομίζειν τινὰ φύσει φύεσθαι Xen. считать кого-л. честным по природе; σοφὸς πεφυκώς Soph. будучи по природе умным; εἰ μὴ κακὸς [[πέφυκα]] Soph. если я не зол по природе; ὡς πέφυκε Xen. естественным образом, как обычно бывает; ὡς οὐ πέφυκεν Plut. сверх всякого обыкновения; οἱ [[καλῶς]] πεφυκότες Soph. или φύντες Lys. благородные люди; πᾶσι θνατοῖς ἔφυ [[μόρος]] Soph. смерть присуща всем смертным; οὔτω δὴ τούτων πεφυκότων Plat. ввиду так сложившихся обстоятельств; εὖ πεφυκέναι πρός τι Xen. и [[κατά]] τι Dem. быть созданным для чего-л., иметь природную склонность к чему-л.; πεφύκασι ἄπαντες ἁμαρτάνειν Thuc. ошибаться свойственно всем;<br /><b class="num">2)</b> вырастать, расти, рождаться, возникать ([[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ ἀπολήγει Hom.; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her.; τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς Xen.): [[σῖτον]] εὔχεσθαι καλὸν φύεσθαι Xen. молиться, чтобы хлеб хорошо уродился; ἡ κεφαλὴ θριξὶ πεφυκυῖα Diod. поросшая волосами (косматая) голова; πεφυκέναι (тж. [[φῦναι]]) τινός, ἔκ и [[ἀπό]] τινος Trag., Xen., Plat. родиться от кого-л., быть рожденным кем-л.; [[πρᾶγμα]] φυομένον ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen. то, что происходит в Элладе;<br /><b class="num">3)</b> med. припадать, прижиматься: ἐν [[χείρεσσι]] φύοντο Hom. они пожали друг другу руки; οἱ φῦ χειρί Hom. она схватила его за руку; ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Hom. закусив губы. | |||
}} | }} |