Anonymous

ἐκκλείω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκλείω]] και ιων. τ. [[ἐκκληΐζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] έξω από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]], δεν [[επιτρέπω]]<br /><b>3.</b> [[εμποδίζω]]<br /><b>4.</b> [[αποκόπτω]].
|mltxt=[[ἐκκλείω]] και ιων. τ. [[ἐκκληΐζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] έξω από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]], δεν [[επιτρέπω]]<br /><b>3.</b> [[εμποδίζω]]<br /><b>4.</b> [[αποκόπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκλείω:''' Ιων. -κληΐω, Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. Αττ. -[[κλῄσω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποκλείω]] από ένα [[πράγμα]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., <i>ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ</i>, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την [[έλλειψη]] χρόνου), σε Ηρόδ.
}}
}}