Anonymous

ἐκκλείω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκλείω:''' Ιων. -κληΐω, Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. Αττ. -[[κλῄσω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποκλείω]] από ένα [[πράγμα]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., <i>ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ</i>, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την [[έλλειψη]] χρόνου), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκκλείω:''' Ιων. -κληΐω, Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. Αττ. -[[κλῄσω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποκλείω]] από ένα [[πράγμα]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., <i>ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ</i>, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την [[έλλειψη]] χρόνου), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκλείω:''' ион. [[ἐκκληΐω]], староатт. [[ἐκκλῄω]]<br /><b class="num">1)</b> исключать, не допускать, изгонять (τινὰ στέγης Eur.; αὐτοὺς ἐκκεκλεικότες τῆς πόλεως Polyb.): ἐ. τινὰ τῆς μετοχῆς Her. не допускать кого-л. к участию (в общем святилище);<br /><b class="num">2)</b> препятствовать (τι Polyb. и ποιεῖν τι Dem.): τὴν εἰρήνην ἐ. Aeschin. противиться заключению мира; ἐκκλεῖσθαι τοῦ πράττειν τι Arst. встречать помехи в совершении чего-л.: ἐκκληϊόμενος τῇ ὥρῃ Her. стесненный во времени, за недостатком времени; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Polyb. стесненный обстоятельствами; ἐ. λὸγου τυγχάνειν τινά Dem. не давать кому-л. говорить; τὸν πόλεμον ἐκκεκλεικέναι Plut. предупредить возможность войны.
}}
}}