Anonymous

στέγασμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεγάζω]]<br />[[σκέπη]], [[κάλυμμα]], [[καθετί]] που σκεπάζει ή προφυλάσσει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγαση]], η [[εγκατάσταση]] σε [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> το [[στέγαστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες <b>πάπ.</b>.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεγάζω]]<br />[[σκέπη]], [[κάλυμμα]], [[καθετί]] που σκεπάζει ή προφυλάσσει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγαση]], η [[εγκατάσταση]] σε [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> το [[στέγαστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες <b>πάπ.</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στέγασμα:''' -ατος, τό ([[στεγάζω]]), οτιδήποτε κατάλληλο για [[κάλυψη]], [[σκέπαστρο]], σε Ξεν.· [[σκεπή]], Λατ. [[tectum]], σε Πλάτ.
}}
}}