Anonymous

στέγασμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέγασμα:''' -ατος, τό ([[στεγάζω]]), οτιδήποτε κατάλληλο για [[κάλυψη]], [[σκέπαστρο]], σε Ξεν.· [[σκεπή]], Λατ. [[tectum]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''στέγασμα:''' -ατος, τό ([[στεγάζω]]), οτιδήποτε κατάλληλο για [[κάλυψη]], [[σκέπαστρο]], σε Ξεν.· [[σκεπή]], Λατ. [[tectum]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέγασμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> крыша, кровля Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> кров, жилье (κεράμεα στεγάσματα Plut.).
}}
}}