Anonymous

θρασύς: Difference between revisions

From LSJ
1,144 bytes added ,  30 December 2018
5
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ύ (ΑΜ [[θρασύς]], -εῑα, -ύ, Α θηλ. και [[θρασέα]])<br />[[αυθάδης]], [[αναιδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί [[γενναιότητα]], που απαιτεί [[θάρρος]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ου σ.) <i>τo θρασύ</i><br />[[θάρρος]], [[γενναιότητα]], [[τόλμη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ριψοκίνδυνος]], [[παράτολμος]]<br /><b>2.</b> [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ μὴ θρασύ» — η [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>θρασύ</i><br />θρασέως. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρασέως</i> και <i>θρασά</i> και [[θρασέα]] και <i>θρασεά</i> (ΑΜ θρασέως Α και αιολ. [[τύπος]] [[θροσέως]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο υπερβολικά τολμηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[θρασύς]], που μαρτυρείται παράλληλα [[προς]] το [[θάρσος]], προέρχεται από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhrs</i>- της ρίζας <i>dhers</i>- «[[τολμώ]], [[είμαι]] [[παράτολμος]], [[ριψοκίνδυνος]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dhrsu</i>-, αν και τα λογοτεχνικά [[κείμενα]] παραδίδουν τ. <i>dhrsnu</i>- «[[τολμηρός]]», μεταπλασμένο βάσει του ενεστ. <i>dhrs</i>-<i>n</i>-<i>oti</i>. Αναλυτικότερα, από <i>dhrsu</i>-<i>s</i> προέκυψε ο ελλ. τ. [[θαρσύς]], που δεν μαρτυρείται, μαρτυρούνται όμως παράγωγα και [[σύνθετα]] του (<b>[[πρβλ]].</b> [[θαρσύνω]], <i>Θαρσύβιος</i>). Ο τ. [[θρασύς]] προέκυψε αναλογικά [[προς]] τον [[θαρσύς]], από όπου και διατήρησε το -<i>σ</i>- [[μεταξύ]] φωνηέντων. Η λ. στον Όμηρο έχει τη σημ. «[[γενναίος]], [[ανδρείος]]», ως [[προσωνυμία]] του Έκτορος και άλλων ηρώων. Επίσης χαρακτηρίζει τη λ. [[πόλεμος]] («θαρραλέα [[μάχη]]») και τη λ. <i>χείρες</i> («ατρόμητα, άφοβα χέρια»). Στον Θουκυδίδη συνοδεύει τη λ. [[ελπίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ελπίς]] θρασεία του μέλλοντος</i>), ενώ αργότερα άρχισε να εξειδικεύεται η [[σημασία]] της λ. «[[ριψοκίνδυνος]], [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]]», για να γίνει τελικά κακόσημη «αυτός που έχει [[θράσος]]»].
|mltxt=-εία, -ύ (ΑΜ [[θρασύς]], -εῑα, -ύ, Α θηλ. και [[θρασέα]])<br />[[αυθάδης]], [[αναιδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί [[γενναιότητα]], που απαιτεί [[θάρρος]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ου σ.) <i>τo θρασύ</i><br />[[θάρρος]], [[γενναιότητα]], [[τόλμη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ριψοκίνδυνος]], [[παράτολμος]]<br /><b>2.</b> [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ μὴ θρασύ» — η [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>θρασύ</i><br />θρασέως. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρασέως</i> και <i>θρασά</i> και [[θρασέα]] και <i>θρασεά</i> (ΑΜ θρασέως Α και αιολ. [[τύπος]] [[θροσέως]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο υπερβολικά τολμηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[θρασύς]], που μαρτυρείται παράλληλα [[προς]] το [[θάρσος]], προέρχεται από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhrs</i>- της ρίζας <i>dhers</i>- «[[τολμώ]], [[είμαι]] [[παράτολμος]], [[ριψοκίνδυνος]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dhrsu</i>-, αν και τα λογοτεχνικά [[κείμενα]] παραδίδουν τ. <i>dhrsnu</i>- «[[τολμηρός]]», μεταπλασμένο βάσει του ενεστ. <i>dhrs</i>-<i>n</i>-<i>oti</i>. Αναλυτικότερα, από <i>dhrsu</i>-<i>s</i> προέκυψε ο ελλ. τ. [[θαρσύς]], που δεν μαρτυρείται, μαρτυρούνται όμως παράγωγα και [[σύνθετα]] του (<b>[[πρβλ]].</b> [[θαρσύνω]], <i>Θαρσύβιος</i>). Ο τ. [[θρασύς]] προέκυψε αναλογικά [[προς]] τον [[θαρσύς]], από όπου και διατήρησε το -<i>σ</i>- [[μεταξύ]] φωνηέντων. Η λ. στον Όμηρο έχει τη σημ. «[[γενναίος]], [[ανδρείος]]», ως [[προσωνυμία]] του Έκτορος και άλλων ηρώων. Επίσης χαρακτηρίζει τη λ. [[πόλεμος]] («θαρραλέα [[μάχη]]») και τη λ. <i>χείρες</i> («ατρόμητα, άφοβα χέρια»). Στον Θουκυδίδη συνοδεύει τη λ. [[ελπίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ελπίς]] θρασεία του μέλλοντος</i>), ενώ αργότερα άρχισε να εξειδικεύεται η [[σημασία]] της λ. «[[ριψοκίνδυνος]], [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]]», για να γίνει τελικά κακόσημη «αυτός που έχει [[θράσος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρᾰσύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γενναίος]], [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], αυτός που έχει [[πίστη]] και [[πεποίθηση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>θρασεῖα τοῦ μέλλοντος</i>, γεμάτη [[ελπίδα]] για το [[μέλλον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παράτολμος]], [[ορμητικός]], [[ριψοκίνδυνος]], [[αδιάντροπος]], [[θρασύς]], Λατ. [[audax]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτά που επιχειρούνται, με απαρ., θρασύ μοι τόδ' [[εἰπεῖν]], [[τολμώ]] να πω αυτό, σε Πίνδ.· <i>οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ;</i> σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-έως</i>· συγκρ. [[θρασύτερον]], παράτολμα, με [[θάρρος]] περισσότερο από όσο πρέπει, σε Θουκ.
}}
}}