3,274,380
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρείσσων]] και [[κρείττων]], -ον (AM, Α ιων. τ. [[κρέσσων]], -ον, δωρ. τ. [[κάρρων]], -ον, κρητ. τ [[κάρτων]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλύτερος]], [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη [[θέση]], την [[αξία]] κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρείσσονα</i> ή <i>κρείττονα</i> ή <i>κρείσσω</i><br />τα υψηλότερα πράγματα, οι υψηλότερες ιδέες («[[ἀλλά]] καὶ διὰ γυναικός πηγάζει τὰ κρείττονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυνατότερος ως [[προς]] τη μυϊκή [[δύναμη]] («ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] κρείσσονας λύκους κυνῶν [[εἶναι]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] σε [[μάχη]]) αυτός που έχει μεγαλύτερη ισχύ, ισχυρότερος («[[κρείσσων]] γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που νικά, που υπερισχύει<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που υπερέχει, [[υπέρτερος]] (α. «κρεῑσσον [[θέαμα]] δεργμάτων ἐφαίνετο», <b>Ευρ.</b><br />β. «κρεῑσσον λόγου τὸ [[κάλλος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που του αξίζει μεγαλύτερη [[τιμωρία]] («οἷν ἐμοὶ δυοῑν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πράγματα και αφηρημένες έννοιες, όπως επιθυμίες, [[πάθη]] <b>κ.λπ.</b>) [[εγκρατής]] («[[κρείσσων]] ἡδονῶν», Δημόκρ.)<br /><b>7.</b> (με απρμφ.) καταλληλότερος να κάνει [[κάτι]] («[[τόξον]] μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμοῑο [[κρείσσων]], ᾧ κ' [[ἐθέλω]], δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κρείσσονες</i><br />α) [[σώμα]] φρουράς τών Θηβών<br />β) οι ανώτερες δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κρεῑσσον</i><br />η [[θεία]] [[πρόνοια]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα πλεονεκτήματα<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οί κρείσσονες θεοί» — οι θεοί του Ολύμπου<br />β) «κρεῑσσόν ἐστι» — [[είναι]] προτιμότερο<br />γ) «[[κρείσσων]] [[λόγος]]» — ο ηθικώς [[ανώτερος]] [[λόγος]]<br />δ) «κατὰ τὸ κρεῑττον» — σύμφωνα με την [[ηθική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρεισσόνως]] και <i>κρειττόνως</i> (AM) με καλύτερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[κρέσσων]] [[αντί]] του αρχικού ιωνικού τ. [[κρέσσων]] προήλθε πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἀμείνων]]. Ο ιων. τ. [[κρέσσων]] (με -<i>σσ</i>- απὸ -<i>τy</i>- εμφανίζει απαθή [[βαθμίδα]] <i>κρε</i>-<i>τ</i>- (<i>κρε</i>-<i>τ</i>-<i>yων</i> > [[κρέσσων]], <b>βλ. λ.</b> [[κράτος]]), ενώ ο δωρ. τ. [[κάρρων]] συνεσταλμένη <i>καρ</i>-<i>τ</i> (<i>κάρσων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καρ</i>-<i>τ</i>-<i>yων</i>). Ο κρητ. τ. [[κάρτων]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>. Η αρχική σημ. τών συγκριτικών αυτών [[είναι]] «δυνατότερος», λειτούργησαν όμως «συμπληρωματικώς» (completivismus) ως [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του [[αγαθός]] με υπερθετικό το [[κράτιστος]], πού εμφανίζει [[επίσης]] τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κρα</i>-<i>τ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρειττούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρεισσονεύω]], [[κρεισσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρεισσότεκνος]]. | |mltxt=[[κρείσσων]] και [[κρείττων]], -ον (AM, Α ιων. τ. [[κρέσσων]], -ον, δωρ. τ. [[κάρρων]], -ον, κρητ. τ [[κάρτων]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλύτερος]], [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη [[θέση]], την [[αξία]] κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρείσσονα</i> ή <i>κρείττονα</i> ή <i>κρείσσω</i><br />τα υψηλότερα πράγματα, οι υψηλότερες ιδέες («[[ἀλλά]] καὶ διὰ γυναικός πηγάζει τὰ κρείττονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυνατότερος ως [[προς]] τη μυϊκή [[δύναμη]] («ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] κρείσσονας λύκους κυνῶν [[εἶναι]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] σε [[μάχη]]) αυτός που έχει μεγαλύτερη ισχύ, ισχυρότερος («[[κρείσσων]] γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που νικά, που υπερισχύει<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που υπερέχει, [[υπέρτερος]] (α. «κρεῑσσον [[θέαμα]] δεργμάτων ἐφαίνετο», <b>Ευρ.</b><br />β. «κρεῑσσον λόγου τὸ [[κάλλος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που του αξίζει μεγαλύτερη [[τιμωρία]] («οἷν ἐμοὶ δυοῑν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πράγματα και αφηρημένες έννοιες, όπως επιθυμίες, [[πάθη]] <b>κ.λπ.</b>) [[εγκρατής]] («[[κρείσσων]] ἡδονῶν», Δημόκρ.)<br /><b>7.</b> (με απρμφ.) καταλληλότερος να κάνει [[κάτι]] («[[τόξον]] μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμοῑο [[κρείσσων]], ᾧ κ' [[ἐθέλω]], δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κρείσσονες</i><br />α) [[σώμα]] φρουράς τών Θηβών<br />β) οι ανώτερες δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κρεῑσσον</i><br />η [[θεία]] [[πρόνοια]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα πλεονεκτήματα<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οί κρείσσονες θεοί» — οι θεοί του Ολύμπου<br />β) «κρεῑσσόν ἐστι» — [[είναι]] προτιμότερο<br />γ) «[[κρείσσων]] [[λόγος]]» — ο ηθικώς [[ανώτερος]] [[λόγος]]<br />δ) «κατὰ τὸ κρεῑττον» — σύμφωνα με την [[ηθική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρεισσόνως]] και <i>κρειττόνως</i> (AM) με καλύτερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[κρέσσων]] [[αντί]] του αρχικού ιωνικού τ. [[κρέσσων]] προήλθε πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἀμείνων]]. Ο ιων. τ. [[κρέσσων]] (με -<i>σσ</i>- απὸ -<i>τy</i>- εμφανίζει απαθή [[βαθμίδα]] <i>κρε</i>-<i>τ</i>- (<i>κρε</i>-<i>τ</i>-<i>yων</i> > [[κρέσσων]], <b>βλ. λ.</b> [[κράτος]]), ενώ ο δωρ. τ. [[κάρρων]] συνεσταλμένη <i>καρ</i>-<i>τ</i> (<i>κάρσων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καρ</i>-<i>τ</i>-<i>yων</i>). Ο κρητ. τ. [[κάρτων]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>. Η αρχική σημ. τών συγκριτικών αυτών [[είναι]] «δυνατότερος», λειτούργησαν όμως «συμπληρωματικώς» (completivismus) ως [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του [[αγαθός]] με υπερθετικό το [[κράτιστος]], πού εμφανίζει [[επίσης]] τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κρα</i>-<i>τ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρειττούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρεισσονεύω]], [[κρεισσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρεισσότεκνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρείσσων:''' μεταγεν. Αττ. [[κρείττων]], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, μεταγεν. Ιων. [[κρέσσων]], Δωρ. [[κάρρων]]· συγκρ. του [[κρατύς]] (βλ. [[κράτιστος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δυνατότερος, ισχυρότερος, περισσότερο [[κραταιός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με [[σημασία]] συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], <i>οἱ κρέσσονες</i>, οι καλύτεροι από κάποιον, σε Πίνδ.· ομοίως, <i>τὰκρείσσω</i>, σε Ευρ.· <i>τὰ κρείσσονα</i>, τα πλεονεκτήματα κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[οὔτις]] [[κρείσσων]] [[δόμεναι]], [[κανένας]] δεν έχει μεγαλύτερο [[δικαίωμα]] να δώσει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κρεῖσσόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι καλύτερο να..., κρεῖσσόν ἐστι [[θανεῖν]] ἢ πάσχειν [[κακῶς]], σε Αισχύλ.· επίσης [[κρείσσων]] [[εἰμί]], με μτχ., [[κρείσσων]] [[ἦσθα]] μηκέτ' ὢν ἢ [[ζῶν]] [[τυφλός]], θα ήσουν καλύτερα πεθαμένος από το να ζεις [[τυφλός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], [[ὕψος]] κρεῖσσον ἐκπηδήματος, [[πολύ]] μεγάλο για να το πηδήσει [[κάποιος]], σε Αισχύλ.· <i>κρείσσον' ἀγχόνης</i>, δεν του αξίζει μονάχα η [[κρεμάλα]], σε Σοφ.· <i>ἐλπίδος κρ</i>., [[χειρότερα]] από όσο θα περίμενε [[κάποιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]] πάνω σε [[κάτι]], το διαφεντεύει, <i>γαστρός</i>, σε Ξεν.· <i>κρ. χρημάτων</i>, [[ανώτερος]] από τις δωροδοκίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>στον Αττ. πεζό λόγο με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καλύτερος]], περισσότερο [[εξαίρετος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |