Anonymous

κρείσσων: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρείσσων:''' μεταγεν. Αττ. [[κρείττων]], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, μεταγεν. Ιων. [[κρέσσων]], Δωρ. [[κάρρων]]· συγκρ. του [[κρατύς]] (βλ. [[κράτιστος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δυνατότερος, ισχυρότερος, περισσότερο [[κραταιός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με [[σημασία]] συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], <i>οἱ κρέσσονες</i>, οι καλύτεροι από κάποιον, σε Πίνδ.· ομοίως, <i>τὰκρείσσω</i>, σε Ευρ.· <i>τὰ κρείσσονα</i>, τα πλεονεκτήματα κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[οὔτις]] [[κρείσσων]] [[δόμεναι]], [[κανένας]] δεν έχει μεγαλύτερο [[δικαίωμα]] να δώσει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κρεῖσσόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι καλύτερο να..., κρεῖσσόν ἐστι [[θανεῖν]] ἢ πάσχειν [[κακῶς]], σε Αισχύλ.· επίσης [[κρείσσων]] [[εἰμί]], με μτχ., [[κρείσσων]] [[ἦσθα]] μηκέτ' ὢν ἢ [[ζῶν]] [[τυφλός]], θα ήσουν καλύτερα πεθαμένος από το να ζεις [[τυφλός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], [[ὕψος]] κρεῖσσον ἐκπηδήματος, [[πολύ]] μεγάλο για να το πηδήσει [[κάποιος]], σε Αισχύλ.· <i>κρείσσον' ἀγχόνης</i>, δεν του αξίζει μονάχα η [[κρεμάλα]], σε Σοφ.· <i>ἐλπίδος κρ</i>., [[χειρότερα]] από όσο θα περίμενε [[κάποιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]] πάνω σε [[κάτι]], το διαφεντεύει, <i>γαστρός</i>, σε Ξεν.· <i>κρ. χρημάτων</i>, [[ανώτερος]] από τις δωροδοκίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>στον Αττ. πεζό λόγο με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καλύτερος]], περισσότερο [[εξαίρετος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρείσσων:''' μεταγεν. Αττ. [[κρείττων]], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, μεταγεν. Ιων. [[κρέσσων]], Δωρ. [[κάρρων]]· συγκρ. του [[κρατύς]] (βλ. [[κράτιστος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δυνατότερος, ισχυρότερος, περισσότερο [[κραταιός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με [[σημασία]] συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], <i>οἱ κρέσσονες</i>, οι καλύτεροι από κάποιον, σε Πίνδ.· ομοίως, <i>τὰκρείσσω</i>, σε Ευρ.· <i>τὰ κρείσσονα</i>, τα πλεονεκτήματα κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[οὔτις]] [[κρείσσων]] [[δόμεναι]], [[κανένας]] δεν έχει μεγαλύτερο [[δικαίωμα]] να δώσει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κρεῖσσόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι καλύτερο να..., κρεῖσσόν ἐστι [[θανεῖν]] ἢ πάσχειν [[κακῶς]], σε Αισχύλ.· επίσης [[κρείσσων]] [[εἰμί]], με μτχ., [[κρείσσων]] [[ἦσθα]] μηκέτ' ὢν ἢ [[ζῶν]] [[τυφλός]], θα ήσουν καλύτερα πεθαμένος από το να ζεις [[τυφλός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], [[ὕψος]] κρεῖσσον ἐκπηδήματος, [[πολύ]] μεγάλο για να το πηδήσει [[κάποιος]], σε Αισχύλ.· <i>κρείσσον' ἀγχόνης</i>, δεν του αξίζει μονάχα η [[κρεμάλα]], σε Σοφ.· <i>ἐλπίδος κρ</i>., [[χειρότερα]] από όσο θα περίμενε [[κάποιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]] πάνω σε [[κάτι]], το διαφεντεύει, <i>γαστρός</i>, σε Ξεν.· <i>κρ. χρημάτων</i>, [[ανώτερος]] από τις δωροδοκίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>στον Αττ. πεζό λόγο με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καλύτερος]], περισσότερο [[εξαίρετος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρείσσων:''' атт. [[κρείττων]], дор.-ион. [[κρέσσων]] 2, gen. ονος [compar. к [[κρατύς]] и [[ἀγαθός]]<br /><b class="num">1)</b> более сильный (κρείσσοσιν μάχεσθαι, κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε Hom.): κρείσσονες θεοί Aesch. более могущественные, (чем мы), боги; τὰ κρείσσω Eur. высшие силы; τὰ ὑπάρχοντα [[ἡμῖν]] κρείσσω Thuc. присущие нам преимущества; κρεῖττον τὸ [[πλεῖον]] Arst. сила на стороне большинства;<br /><b class="num">2)</b> лучший: φθονέεσθαι κρέσσον ἐστὶ ἢ οἰκτείρεσθαι Her. лучше быть предметом зависти, чем сострадания;<br /><b class="num">3)</b> превосходящий (в чем-л.), больший: [[ὕψος]] κρεῖσσον ἐκπηδήματος Aesch. высота большая, чем прыжок, т. е. непреодолимое препятствие; κρείσσονα ἀγχόνης εἰργασμένα Soph. деяния, за которые удавить мало; [[πρᾶγμα]] ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον Thuc. вещь, превзошедшая (всякое) ожидание; κρεῖττον λόγου [[κάλλος]] Xen. неизреченная красота; κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Xen. свыше наших сил; κ. [[πυρός]] Eur. страшнее огня; κ. χρημάτων Xen., Plut.; презирающий деньги;<br /><b class="num">4)</b> господствующий, управляющий, властвующий: κρείττους αὑτῶν Plat. господствующие над собой; κ. γαστρὸς καὶ κερδῶν Xen. чуждый чревоугодия и корыстолюбия.
}}
}}