Anonymous

μεταλήγω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταλήγω]], επικ. τ. [[μεταλλήγω]] (Α)<br />[[παύω]], [[σταματώ]], [[διακόπτω]] [[κάτι]].
|mltxt=[[μεταλήγω]], επικ. τ. [[μεταλλήγω]] (Α)<br />[[παύω]], [[σταματώ]], [[διακόπτω]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλήγω:''' Επικ. μεταλ-[[λήγω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[αφήνω]], [[παρατώ]], [[σταματώ]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}