3,274,246
edits
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηκίς]], -ῑδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κηκίδα]]. | |mltxt=[[κηκίς]], -ῑδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κηκίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηκίς:''' [ῑ], -ῖδος, ἡ, οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, [[διαφεύγω]], [[διαρρέω]], σε Αισχύλ.· <i>κ. φόνου</i>, η [[κηλίδα]] του αίματος, στον ίδ.· <i>μυδῶσα κ</i>., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη [[διάρκεια]] της θυσίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαφή]] που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· <i>κ. πορφύρας</i>, η [[βαφή]] που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το [[χρώμα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |