Anonymous

κηκίς: Difference between revisions

From LSJ
820 bytes added ,  30 December 2018
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηκίς]], -ῑδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κηκίδα]].
|mltxt=[[κηκίς]], -ῑδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κηκίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηκίς:''' [ῑ], -ῖδος, ἡ, οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, [[διαφεύγω]], [[διαρρέω]], σε Αισχύλ.· <i>κ. φόνου</i>, η [[κηλίδα]] του αίματος, στον ίδ.· <i>μυδῶσα κ</i>., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη [[διάρκεια]] της θυσίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαφή]] που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· <i>κ. πορφύρας</i>, η [[βαφή]] που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το [[χρώμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}