Anonymous

κηκίς: Difference between revisions

From LSJ
532 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηκίς:''' [ῑ], -ῖδος, ἡ, οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, [[διαφεύγω]], [[διαρρέω]], σε Αισχύλ.· <i>κ. φόνου</i>, η [[κηλίδα]] του αίματος, στον ίδ.· <i>μυδῶσα κ</i>., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη [[διάρκεια]] της θυσίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαφή]] που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· <i>κ. πορφύρας</i>, η [[βαφή]] που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το [[χρώμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κηκίς:''' [ῑ], -ῖδος, ἡ, οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, [[διαφεύγω]], [[διαρρέω]], σε Αισχύλ.· <i>κ. φόνου</i>, η [[κηλίδα]] του αίματος, στον ίδ.· <i>μυδῶσα κ</i>., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη [[διάρκεια]] της θυσίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαφή]] που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· <i>κ. πορφύρας</i>, η [[βαφή]] που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το [[χρώμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κηκίς:''' ῖδος (ῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> пламя: ἐν κηκῖδι [[φλογός]] Aesch. в пламени костра;<br /><b class="num">2)</b> истечение, сок, струя (πορφύρας [[ἰσάργυρος]] κ. Aesch.): φόνου κ. Aesch. кровавый поток; μυδῶσα κ. μηρίων Soph. стекающий жир бедер (сжигаемой жертвы);<br /><b class="num">3)</b> собир. чернильный орешек Dem.
}}
}}