3,274,216
edits
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[μαθητεύω]], Μ και μαθητεύγω) [[μαθητής]]<br /><b>1.</b> διδάσκομαι από κάποιον, [[είμαι]] [[μαθητής]], [[σπουδάζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταδίδω]] γνώσεις, [[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]] («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε [[πάντα]] τὰ ἔθνη», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[μαθητευόμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που μαθαίνει μια [[τέχνη]] ή ένα [[επάγγελμα]]<br />β) αυτός που δεν έχει αποκτήσει [[ακόμη]] την απαιτούμενη [[πείρα]], [[αρχάριος]]<br />γ) <b>ναυτ.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[νεοσύλλεκτος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[γνωστός]], διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μαθητεύομαι</i><br />[[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]. | |mltxt=(AM [[μαθητεύω]], Μ και μαθητεύγω) [[μαθητής]]<br /><b>1.</b> διδάσκομαι από κάποιον, [[είμαι]] [[μαθητής]], [[σπουδάζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταδίδω]] γνώσεις, [[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]] («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε [[πάντα]] τὰ ἔθνη», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[μαθητευόμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που μαθαίνει μια [[τέχνη]] ή ένα [[επάγγελμα]]<br />β) αυτός που δεν έχει αποκτήσει [[ακόμη]] την απαιτούμενη [[πείρα]], [[αρχάριος]]<br />γ) <b>ναυτ.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[νεοσύλλεκτος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[γνωστός]], διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μαθητεύομαι</i><br />[[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰθητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b>είμαι [[μαθητής]], <i>τινί</i>, σε κάποιον δάσκαλο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., κάνω κάποιον μαθητή μου, [[καθοδηγώ]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |