Anonymous

ἱμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμάσσω]] (Α) [[ιμάς]]<br /><b>1.</b> [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ἵμασε χθόνα χειρί»)<br /><b>3.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]] με κεραυνούς («ὅτε... γαῑαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).
|mltxt=[[ἱμάσσω]] (Α) [[ιμάς]]<br /><b>1.</b> [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ἵμασε χθόνα χειρί»)<br /><b>3.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]] με κεραυνούς («ὅτε... γαῑαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱμάσσω:''' [ῐ], μέλ. ἱμάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἵμασα</i> ([[ἱμάς]])· [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα, σε Όμηρ.· γενικά, [[μαστιγώνω]], [[πληγώνω]], [[βουρδουλίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}