Anonymous

ἱμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱμάσσω:''' [ῐ], μέλ. ἱμάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἵμασα</i> ([[ἱμάς]])· [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα, σε Όμηρ.· γενικά, [[μαστιγώνω]], [[πληγώνω]], [[βουρδουλίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἱμάσσω:''' [ῐ], μέλ. ἱμάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἵμασα</i> ([[ἱμάς]])· [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα, σε Όμηρ.· γενικά, [[μαστιγώνω]], [[πληγώνω]], [[βουρδουλίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱμάσσω:''' (ῐ) (fut. ἱμάσω, aor. ἵμᾰσα) бить, ударять, сечь, стегать (ἵππους, ἡμιόνους, πληγῇσίν τινα, γαῖαν Hom.; χθόνα χειρί HH): ἱμασσόμενος αὔραις Anth. раскачиваемый ветрами.
}}
}}