Anonymous

ἀνθρώπιον: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρώπιον]], το (Α)<br />[[ανθρωπάκι]], [[τιποτένιος]] [[άνθρωπος]], [[αχρείος]].
|mltxt=[[ἀνθρώπιον]], το (Α)<br />[[ανθρωπάκι]], [[τιποτένιος]] [[άνθρωπος]], [[αχρείος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρώπιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], Λατ. [[homuncio]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ελεεινός]] [[άνθρωπος]], σε Ξεν.
}}
}}