Anonymous

ἀνθρώπιον: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρώπιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], Λατ. [[homuncio]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ελεεινός]] [[άνθρωπος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνθρώπιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], Λατ. [[homuncio]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ελεεινός]] [[άνθρωπος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρώπιον:''' τό человечек, человечишко Eur., Arph., Xen.
}}
}}