Anonymous

ἀνέλπιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέλπιστος]], -ον)<br />μη ελπιζόμενος, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[εκείνος]] που δεν έχει [[ελπίδα]], απελπισμένος<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν παρέχει [[ελπίδα]], [[απελπιστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανέλπιστον</i><br />το να μην ελπίζεις [[πλέον]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέλπιστος]], -ον)<br />μη ελπιζόμενος, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[εκείνος]] που δεν έχει [[ελπίδα]], απελπισμένος<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν παρέχει [[ελπίδα]], [[απελπιστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανέλπιστον</i><br />το να μην ελπίζεις [[πλέον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλπιστος:''' -ον ([[ἐλπίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ελπίζεται, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου</i>, η [[έλλειψη]] προσδοκίας για την [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]], απέλπιδος, σε Θεόκρ.· με απαρ., αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] ή [[προσδοκία]] ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ή καταστάσεις, αυτός που δεν αφήνει [[ελπίδα]], [[ανέλπιδος]], [[αναπάντεχος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον</i>, [[απελπισία]], σε Θουκ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, πιο απελπισμένος, στον ίδ.
}}
}}