3,276,318
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνέλπιστος:''' -ον ([[ἐλπίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ελπίζεται, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου</i>, η [[έλλειψη]] προσδοκίας για την [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]], απέλπιδος, σε Θεόκρ.· με απαρ., αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] ή [[προσδοκία]] ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ή καταστάσεις, αυτός που δεν αφήνει [[ελπίδα]], [[ανέλπιδος]], [[αναπάντεχος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον</i>, [[απελπισία]], σε Θουκ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, πιο απελπισμένος, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀνέλπιστος:''' -ον ([[ἐλπίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ελπίζεται, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου</i>, η [[έλλειψη]] προσδοκίας για την [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]], απέλπιδος, σε Θεόκρ.· με απαρ., αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] ή [[προσδοκία]] ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ή καταστάσεις, αυτός που δεν αφήνει [[ελπίδα]], [[ανέλπιδος]], [[αναπάντεχος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον</i>, [[απελπισία]], σε Θουκ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, πιο απελπισμένος, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνέλπιστος:''' <b class="num">1)</b> неожиданный, нечаянный, непредвиденный ([[φυγή]] Aesch.; [[θαῦμα]] Soph.; [[τύχη]] Eur.; [[εὐτυχία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> потерявший надежду, не надеющийся, отчаявшийся ([[βίοτος]] Soph.; ἀ. τινος Xen. и ἔς τινα Thuc.): ἀνέλπιστοι [[ἦσαν]] σωθήσεσθαι Thuc. у них не было надежды спастись;<br /><b class="num">3)</b> безнадежный, невероятный ([[σωτηρία]] Dem., Plut.). | |||
}} | }} |