3,277,226
edits
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέβραχε]] (Α)<br />αόρ. του υποθ. [[βράχω]]<br />«[[τρίζω]], [[μουγγρίζω]], [[βροντώ]]». | |mltxt=[[ἀνέβραχε]] (Α)<br />αόρ. του υποθ. [[βράχω]]<br />«[[τρίζω]], [[μουγγρίζω]], [[βροντώ]]». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |