Anonymous

ἀνέβραχε: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέβραχε]] (Α)<br />αόρ. του υποθ. [[βράχω]]<br />«[[τρίζω]], [[μουγγρίζω]], [[βροντώ]]».
|mltxt=[[ἀνέβραχε]] (Α)<br />αόρ. του υποθ. [[βράχω]]<br />«[[τρίζω]], [[μουγγρίζω]], [[βροντώ]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}