ἀνέβραχε

English (LSJ)

(v. Βράχω), 3sg. aor. 2, with no pres., τὰ δ' ἀνέβραχε but it [the armour] clashed or rang loudly, Il.19.13; τὰ δ' ἀνέβραχεν [the door] creaked or grated loudly, Od.21.48; of water, gushed roaring forth, A.R.1.1147.

Spanish (DGE)

(ἀνέβρᾰχε) • Alolema(s): ἀνήβραχεν Hsch.
sólo en aor. resonar, hacer ruido de las armas de Aquiles τὰ δ' ἀνέβραχε δαίδαλα Il.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος Od.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2;
craquer, faire du bruit.
Étymologie: ἀνά, R. Βραχ faire du bruit.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέβραχε: эп. 3 л. sing. к ἀναβραχεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέβρᾰχε: (ἴδε *βράχω) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ ἀνέβραχε [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ θύρετρα], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. βρόξαι 7.

Greek Monolingual

ἀνέβραχε (Α)
αόρ. του υποθ. βράχω
«τρίζω, μουγγρίζω, βροντώ».

Greek Monotonic

ἀνέβρᾰχε: (*βράχω), γʹ ενικ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε δυνατά, λέγεται για πανοπλία, σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με δύναμη, λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[*βράχω [no pres. in use]
clashed or rung loudly, of armour, Il.; creaked or grated loudly, of a door, Od.