Anonymous

ἀνίατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίατος]], -ον) [[ιατός]]<br />αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, [[αθεράπευτος]], [[αγιάτρευτος]] (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «[[ανίατος]] [[νόσος]]», και σε αρρώστους, «[[άσυλο]] ανιάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αδιόρθωτος]], αυτός που δεν επιδέχεται [[βελτίωση]] («[[ἀνίατος]] διὰ μοχθηρίαν»<br />Αριστοτέλης)<br /><b>2.</b> (με ενεργητική [[σημασία]]) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο [[ανώφελος]], ο [[μάταιος]] («[[ανίατος]] [[μετάνοια]]»<br />Αντιφών).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίατος]], -ον) [[ιατός]]<br />αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, [[αθεράπευτος]], [[αγιάτρευτος]] (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «[[ανίατος]] [[νόσος]]», και σε αρρώστους, «[[άσυλο]] ανιάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αδιόρθωτος]], αυτός που δεν επιδέχεται [[βελτίωση]] («[[ἀνίατος]] διὰ μοχθηρίαν»<br />Αριστοτέλης)<br /><b>2.</b> (με ενεργητική [[σημασία]]) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο [[ανώφελος]], ο [[μάταιος]] («[[ανίατος]] [[μετάνοια]]»<br />Αντιφών).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνίᾱτος:''' [ῖ] Ιων. -ίητος, <i>-ον</i> (<i>ἀν- στερητικό</i> και [[ἰατός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αθεράπευτος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αδιόρθωτος]], στον ίδ.· [[ἀνιάτως]] ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.
}}
}}