Anonymous

ἀνίατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνίᾱτος:''' [ῖ] Ιων. -ίητος, <i>-ον</i> (<i>ἀν- στερητικό</i> και [[ἰατός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αθεράπευτος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αδιόρθωτος]], στον ίδ.· [[ἀνιάτως]] ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνίᾱτος:''' [ῖ] Ιων. -ίητος, <i>-ον</i> (<i>ἀν- στερητικό</i> και [[ἰατός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αθεράπευτος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αδιόρθωτος]], στον ίδ.· [[ἀνιάτως]] ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνίᾱτος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> неизлечимый ([[ἕλκος]] Plat.; [[νόσημα]], [[ἔρως]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неисправимый ([[πολίτης]] Plat.; κακοί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> непоправимый (πράγματα Plat.; κακά Aeschin.);<br /><b class="num">4)</b> смертельный ([[φάρμακον]] Plut.).
}}
}}