Anonymous

ἀνένδεκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνένδεκτος]], -ον (AM)<br />[[απίθανος]], [[αδύνατος]] («ἀνένδεκτόν ἐστιν μὴ ἐλθεῑν τὰ σκάνδαλα» (Λουκ. 17.1).
|mltxt=[[ἀνένδεκτος]], -ον (AM)<br />[[απίθανος]], [[αδύνατος]] («ἀνένδεκτόν ἐστιν μὴ ἐλθεῑν τὰ σκάνδαλα» (Λουκ. 17.1).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνένδεκτος:''' -ον ([[ἐνδέχομαι]]), [[ανέφικτος]], [[ακατόρθωτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}