Anonymous

ἀνεπίφθονος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίφθονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επισύρει [[μομφή]], [[άψογος]], [[άμεμπτος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανεπιφθόνως</i><br />[[χωρίς]] να προκληθεί [[μίσος]].
|mltxt=[[ἀνεπίφθονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επισύρει [[μομφή]], [[άψογος]], [[άμεμπτος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανεπιφθόνως</i><br />[[χωρίς]] να προκληθεί [[μίσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίφθονος:''' -ον, ο [[άνευ]] ψόγου, [[άμεμπτος]], σε Σοφ.· <i>ἀν. ἐστι πᾶσιν</i>, δεν αποτελεί [[μομφή]] για κανέναν, σε Θουκ.· <i>ἀνεπιφθονώτατον</i>, ελάχιστα απεχθές, σε Δημ.· επίρρ. <i>-νως</i>, ώστε να μη δημιουργήσει [[απέχθεια]], σε Θουκ.
}}
}}