Anonymous

ἀνεπίφθονος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίφθονος:''' -ον, ο [[άνευ]] ψόγου, [[άμεμπτος]], σε Σοφ.· <i>ἀν. ἐστι πᾶσιν</i>, δεν αποτελεί [[μομφή]] για κανέναν, σε Θουκ.· <i>ἀνεπιφθονώτατον</i>, ελάχιστα απεχθές, σε Δημ.· επίρρ. <i>-νως</i>, ώστε να μη δημιουργήσει [[απέχθεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνεπίφθονος:''' -ον, ο [[άνευ]] ψόγου, [[άμεμπτος]], σε Σοφ.· <i>ἀν. ἐστι πᾶσιν</i>, δεν αποτελεί [[μομφή]] για κανέναν, σε Θουκ.· <i>ἀνεπιφθονώτατον</i>, ελάχιστα απεχθές, σε Δημ.· επίρρ. <i>-νως</i>, ώστε να μη δημιουργήσει [[απέχθεια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίφθονος:''' не возбуждающий зависти, не внушающий неприязни, т. е. безукоризненный ([[ἔγχος]] Soph.): ἀνεπίφθονόν [[ἐστί]] τινι Thuc., Plat., Dem. нельзя поставить кому-л. в укор; τὴν τιμὴν καὶ δύναμιν ἀνεπίφθονον φυλάττειν τινί Plut. не питать зависти к чьей-л. воинской славе; τῆς διαίτης τὸ ἀνεπίφθονον Luc. право жить по-своему.
}}
}}