Anonymous

ἀνόητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνόητος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[αστόχαστος]], αυτός που δεν έχει [[μυαλό]], δεν [[είναι]] σέ [[θέση]] να σκεφθεί ή να καταλάβει<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] ή πράξεις) [[ασύνετος]], [[ασυλλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει [[σκέψη]], [[ανήκουστος]], [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>2.</b> (για τα ζώα) αυτός που στερείται λογικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[νοητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νοώ</i> (-<i>έω</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνόητος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[αστόχαστος]], αυτός που δεν έχει [[μυαλό]], δεν [[είναι]] σέ [[θέση]] να σκεφθεί ή να καταλάβει<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] ή πράξεις) [[ασύνετος]], [[ασυλλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει [[σκέψη]], [[ανήκουστος]], [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>2.</b> (για τα ζώα) αυτός που στερείται λογικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[νοητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νοώ</i> (-<i>έω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνόητος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> ο μη περιλαμβανόμενος στον κύκλο των διανοημάτων, ο μη [[οξυδερκής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν καταλαβαίνει, [[ανόητος]], [[μωρός]], Λατ. [[ineptus]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὦνόητε</i>, εσύ, ανόητε! σε Αριστοφ.· <i>ἀνόητα</i>, ανοησίες, στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}