Anonymous

ἀνεπαίσθητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπαίσθητος]], -ον) [[επαισθάνομαί]]<br />μη [[αισθητός]], [[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να αισθανθεί ή να παρατηρήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελάχιστος]], [[ασήμαντος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπαίσθητος]], -ον) [[επαισθάνομαί]]<br />μη [[αισθητός]], [[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να αισθανθεί ή να παρατηρήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελάχιστος]], [[ασήμαντος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπαίσθητος:''' -ον ([[ἐπαισθάνομαι]]), [[απαρατήρητος]], [[ανεπαίσθητος]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}