ἀνεπαίσθητος
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἀνεπαίσθητον,
A unperceived, imperceptible, Ti.Locr. 100b, Plu.2.1062b, Luc.Sat.33. Adv. ἀνεπαισθήτως Simp. in Cat.309.3.
2 Act., not perceiving, τινός Plb.28.1.6, Longin.4.1. OGI194(Egypt. Adv. ἀνεπαισθήτως Ph.Fr.70H., Hippiatr.38, Svrian. in Metaph.100.38, Simp. in Ph.1198.39.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se da cuenta de c. gen. τῶν σφετέρων Plb.38.1.6, ταῖς θέαις ἡ πόλις καὶ σχολαῖς ταῖς δημοτικαῖς ἀνεπαίσθητος λιμοῦ con los espectáculos y las diversiones públicas la ciudad se olvida del hambre Ps.Dicaearch.1.2, cf. OGI 194.13 (Egipto II d.C.), Longin.4.1, ἑαυτοῦ Hierocl.p.23.
2 imperceptible διαφορά Plu.2.1062d, φιλοτιμήματα Luc.Nau.40, cf. Sat.33.
II adv. -ως sin darse cuenta Ph.Fr.p.70., Hippiatr.38.9, Syrian.in Metaph.100.38, Simp.in Ph.1198.39
•imperceptiblemente Ti.Locr.100c, Simp.in Cat.309.3.
German (Pape)
[Seite 224] 1) nicht fühlbar, κίνησις Plat. Locr. 100 b; δαπάνη, unmerklich, Luc. Ep. Sat. 33. – 2) nicht bemerkend, τινός, etwas, Longin. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insensible, que l'on ne sent pas, dont on ne s'aperçoit pas, imperceptible.
Étymologie: ἀ, ἐπαισθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπαίσθητος: неощутимый, незаметный (κίνησις Plat.; διαφορά Plut.; δαπάνη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαίσθητος: -ον, ἀπαρατήρητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ, ὡς καὶ νῦν, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Πλούτ. 2. 1062Β, Λουκ. Κρον. 33. 2) ἐνεργ. ὁ μὴ παρατηρῶν τι, τινός, Λογγῖν. 4. 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 13, - Ἐπίρρ. -τως Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπαίσθητος, -ον) επαισθάνομαί
μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει
νεοελλ.
μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος.
Greek Monotonic
ἀνεπαίσθητος: -ον (ἐπαισθάνομαι), απαρατήρητος, ανεπαίσθητος, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
ἐπαισθάνομαι
unperceived, imperceptible, Plut., Luc.