3,277,218
edits
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[άνθη]], ανθισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοστόλιστος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανθοφόρος]]<br />α) <b>βοτ.</b> ο [[μίσχος]] του άνθους<br />β) [[έπιπλο]] όπου τοποθετούνται λουλούδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, [[καλλωπιστικός]]<br /><b>2.</b> (για [[ιέρεια]]) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[άνθη]], ανθισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοστόλιστος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανθοφόρος]]<br />α) <b>βοτ.</b> ο [[μίσχος]] του άνθους<br />β) [[έπιπλο]] όπου τοποθετούνται λουλούδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, [[καλλωπιστικός]]<br /><b>2.</b> (για [[ιέρεια]]) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει λουλούδια, [[λουλουδάτος]], σε Αριστοφ., Ανθ. | |||
}} | }} |