Anonymous

ἀνθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[άνθη]], ανθισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοστόλιστος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανθοφόρος]]<br />α) <b>βοτ.</b> ο [[μίσχος]] του άνθους<br />β) [[έπιπλο]] όπου τοποθετούνται λουλούδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, [[καλλωπιστικός]]<br /><b>2.</b> (για [[ιέρεια]]) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[άνθη]], ανθισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοστόλιστος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανθοφόρος]]<br />α) <b>βοτ.</b> ο [[μίσχος]] του άνθους<br />β) [[έπιπλο]] όπου τοποθετούνται λουλούδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, [[καλλωπιστικός]]<br /><b>2.</b> (για [[ιέρεια]]) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει λουλούδια, [[λουλουδάτος]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
}}