Anonymous

ἀνθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει λουλούδια, [[λουλουδάτος]], σε Αριστοφ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀνθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει λουλούδια, [[λουλουδάτος]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοφόρος:''' приносящий цветы, цветущий ([[ἄλσος]] Arph., Anth.).
}}
}}