Anonymous

ἀνεπαίσχυντος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπαίσχυντος]], -ον) [[επαισχύνομαι]]<br />αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[πράξη]]) που δεν προκαλεί [[ντροπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπαίσχυντος]], -ον) [[επαισχύνομαι]]<br />αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[πράξη]]) που δεν προκαλεί [[ντροπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπαίσχυντος:''' -ον ([[ἐπαισχύνομαι]]), αυτός που δεν έχει λόγο ντροπής, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}