Anonymous

ἀνεπαίσχυντος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπαίσχυντος:''' -ον ([[ἐπαισχύνομαι]]), αυτός που δεν έχει λόγο ντροπής, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνεπαίσχυντος:''' -ον ([[ἐπαισχύνομαι]]), αυτός που δεν έχει λόγο ντροπής, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπαίσχυντος:''' не имеющий повода стыдиться, т. е. безупречный ([[ἐργάτης]] NT).
}}
}}