Anonymous

ἀντικαθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’établir <i>ou</i> camper en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], καθίζομαι.
|btext=s’établir <i>ou</i> camper en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], καθίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικαθίζομαι:''' Ιων. ἀντι-κατ-, μέλ. -[[καθεδοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>-καθεζόμην</i> — Μέσ., [[κάθομαι]] ή [[στέκομαι]] [[έναντι]] κάποιου, λέγεται για στρατεύματα ή στόλους που παρακολουθούνται αμοιβαία, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}