Anonymous

ἀντικαθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικαθίζομαι:''' Ιων. ἀντι-κατ-, μέλ. -[[καθεδοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>-καθεζόμην</i> — Μέσ., [[κάθομαι]] ή [[στέκομαι]] [[έναντι]] κάποιου, λέγεται για στρατεύματα ή στόλους που παρακολουθούνται αμοιβαία, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀντικαθίζομαι:''' Ιων. ἀντι-κατ-, μέλ. -[[καθεδοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>-καθεζόμην</i> — Μέσ., [[κάθομαι]] ή [[στέκομαι]] [[έναντι]] κάποιου, λέγεται για στρατεύματα ή στόλους που παρακολουθούνται αμοιβαία, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικαθίζομαι:''' ион. [[ἀντικατίζομαι]] Her., Thuc. = [[ἀντικάθημαι]].
}}
}}