Anonymous

ἀνοήμων: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοήμων]], -ον (Α) [[νόημα]]<br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο [[δίχως]] [[νόηση]], [[ανόητος]].
|mltxt=[[ἀνοήμων]], -ον (Α) [[νόημα]]<br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο [[δίχως]] [[νόηση]], [[ανόητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοήμων:''' -ον ([[νοέω]]), ο [[χωρίς]] [[νόηση]], αυτός που δεν έχει [[αντίληψη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}