Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνυπονόητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνυπονόητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει [[κάποιος]] [[υπόνοια]], [[υποψία]]<br /><b>2.</b> [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν έχει [[υπόνοια]], [[υποψία]] για κάποιον.
|mltxt=[[ἀνυπονόητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει [[κάποιος]] [[υπόνοια]], [[υποψία]]<br /><b>2.</b> [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν έχει [[υπόνοια]], [[υποψία]] για κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπονόητος:''' -ον ([[ὑπονοέω]]), αυτός που δεν έχει [[υποψία]], σε Δημ.
}}
}}