Anonymous

ἀντιμέλλω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιμέλλω]] (Α)<br />[[περιμένω]] καιροφυλακτώντας [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἀντιμέλλω]] (Α)<br />[[περιμένω]] καιροφυλακτώντας [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ.
}}
}}