Anonymous

ἀντιμέλλω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμέλλω:''' со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).
}}
}}