Anonymous

ἀνέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλεγκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανεξέλεγκτος]], [[ανεξέταστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[εκείνος]] του οποίου η [[ενοχή]] δεν αποδείχθηκε δικαστικά.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλεγκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανεξέλεγκτος]], [[ανεξέταστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[εκείνος]] του οποίου η [[ενοχή]] δεν αποδείχθηκε δικαστικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανεξέταστος]], [[ανεξέλεγκτος]], [[ασφαλής]] από την [[ανάκριση]], σε Θουκ.· μη [[κατάδικος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναντίλεκτος]], μη αντικρουόμενος, σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[αντίρρηση]], αναντίρρητα, σε Πλούτ.
}}
}}