Anonymous

ἀνέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανεξέταστος]], [[ανεξέλεγκτος]], [[ασφαλής]] από την [[ανάκριση]], σε Θουκ.· μη [[κατάδικος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναντίλεκτος]], μη αντικρουόμενος, σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[αντίρρηση]], αναντίρρητα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανεξέταστος]], [[ανεξέλεγκτος]], [[ασφαλής]] από την [[ανάκριση]], σε Θουκ.· μη [[κατάδικος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναντίλεκτος]], μη αντικρουόμενος, σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[αντίρρηση]], αναντίρρητα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέλεγκτος:''' <b class="num">1)</b> не подвергнутый допросу, не уличенный (αἰτιαθείς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> неопровергнутый, незыблемый ([[γλῶττα]] Thuc., Plat.; [[φρήν]] Plat.): εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. если ты не опровергнешь моих слов;<br /><b class="num">3)</b> неопровержимый, непреложный ([[μαντεία]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> неисследованный, непроверенный, неразобранный ([[δόγμα]] Plat.).
}}
}}